- ἄλληλ'
- ἄλληλα , ἀλλήλωνof one anotherneut acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
αλληλ(ο)- — (από την αντων. αλλήλων), α’ συνθετικό ονομάτων και ρημάτων το οποίο δηλώνει αλληλεγγυότητα: Αλληλέγγυος, αλληλογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλλήλων — ἀλλήλων (ΑΜ) (αλληλοπαθής αντωνυμία σε γενική πληθυντικού τών τριών γενών, δίχως ονομαστική δηλώνει αμοιβαία ενέργεια ή κατάσταση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα αμοιβαία) ο ένας τον άλλον, ο ένας στον άλλον, ο ένας προς τον άλλον … Dictionary of Greek
αλληλάδελφος — ο ετεροθαλής αδελφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) + αδελφός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλαδέλφι, αλληλαδελφώνομαι] … Dictionary of Greek
αλληλέγγυος — α, ο (Α ἀλληλέγγυος, ον) αυτός που είτε από εκούσια δέσμευση είτε από τον νόμο έχει με άλλον ή άλλους κοινή υποχρέωση ή ευθύνη νεοελλ. 1. συνεργός, συμβοηθός, συμπαραστάτης 2. το ουδ. ως ουσ. το αλληλέγγυον η σχέση αλληλεγγύης, αμοιβαία ευθύνη,… … Dictionary of Greek
αλληλέλκομαι — και αλληλο έλκομαι αμοιβαία με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + έλκω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
αλληλένδετος — η, ο (ΑΜ ἀλληλένδετος, ον) συνήθως στον πληθ. (κυριολ. και μτφ.) αυτοί που αμοιβαία συνδέονται με άλλους, αυτοί που αμοιβαία εξαρτώνται από άλλους νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλληλένδετο αλληλοσύνδεοη, αλληλεξάρτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * +… … Dictionary of Greek
αλληλαίτιοι — ἀλληλαίτιοι, οι (Α) αίτιοι ο ένας τού άλλου, αμοιβαίοι αίτιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλ(ο) * + αἴτιοι (πληθ. τής λ. αἴτιος)] … Dictionary of Greek
αλληλαγαπιέμαι — και αλληλο αγαπιέμαι αμοιβαία με άλλον ή άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + αγαπώ* ( ιέ μαι)] … Dictionary of Greek
αλληλανάδοχοι — ἀλληλανάδοχοι, α (Α) αυτοί που παρέχουν αμοιβαία ασφάλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τ. *ἀλληλανάδοχος < ἀλληλ(ο) * + ἀνάδοχος] … Dictionary of Greek